- ανθρωποφόρος
- ἀνθρωποφόρος, -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη σάρκα«τὸ δεῑν προσκυνεῑν μὴ σάρκα θεοφόρον ἀλλά θεὸν ἀνθρωποφόρον» (Γρηγ. Ναζ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκερος — (aceras). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ορχιδιδών. Τo μοναδικό είδος του γένους είναι ο α. ο ανθρωποφόρος.Πρόκειται για αυτοφυές φυτό της Ελλάδας, ιθαγενές των παραμεσογειακών περιοχών. Έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԴԱԶԳԵՍՏ — (ի.) NBH 2 0220 Chronological Sequence: 5c ա. ἁνθρωποφόρος hominiferus, homo factus. Որ զգեցեալ է զմարդկութիւն. մարդացեալ. տե՛ս ՄԱՐԴ, ըստ որում մարդկութիւն. *Մարմնոյ աստուածազգեստի, եւ աստուծոյ մարդազգեստի. Առ որս. ՟Ժ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)